ὀνομαστῶν

ὀνομαστῶν
ὀνομαστής
autumator
masc gen pl
ὀνομαστός
named
fem gen pl
ὀνομαστός
named
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ioannis Kapodistrias — This article is about the Greek politician. For the airport named for him, see Corfu International Airport. Ioannis Kapodistrias Ιωάννης Καποδίστριας Governor of Greece In office …   Wikipedia

  • ησύχιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Η. ο Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.) Λεξικογράφος. Συνέταξε μέγα ελληνικό Λεξικόν, τοπλουσιότερο από όσα περισώθηκαν από την αρχαιότητα. Η αξία του έγκειται στην ερμηνεία των λέξεων, με αναφορά στα αρχαία ελληνικά… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Βαβυλώνιοι — Αρχαίος λαός της πόλης Βαβυλώνας, αλλά και του νότιου τμήματος της Μεσοποταμίας, μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη. Οι Β. αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικών πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Βάρρων — (Varro). Οικογενειακό όνομα ονομαστών ανδρών της αρχαίας Ρώμης. Οι κυριότεροι είναι: 1. Γάιος Τερέντιος Β. (Gaius Terentius Varro, τέλη 3ου αι. π.Χ.). Ρωμαίος ύπατος. Ήταν γιος κρεοπώλη και διετέλεσε και ο ίδιος κρεοπώλης. Δημαγωγός καθώς ήταν,… …   Dictionary of Greek

  • Βοδληιανή Βιβλιοθήκη — (Bodleian Library). Μία από τις μεγαλύτερες πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες στον κόσμο και η δεύτερη μεγαλύτερη της Μεγάλης Βρετανίας, με έδρα την Οξφόρδη. Ιδρύθηκε τον 15ο αι., όταν ο δούκας Χάμφρεϊ του Γκλόσεστερ άφησε με δωρεά τα βιβλία του στην… …   Dictionary of Greek

  • Διοσκορίδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστοριογράφος και ηθικολόγος (4ος αι. π.Χ.). Ήταν μαθητής του Ισοκράτη. Έγραψε τα έργα Λακωνική πολιτεία, Περί των παρ’ Ομήρω νόμων κ.ά. 2. Επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ως πιθανός τόπος καταγωγής του αναφέρεται η… …   Dictionary of Greek

  • επιστημονική φαντασία — Αφηγηματικό είδος (διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, ύλη ειδικών περιοδικών, ταινίες, βιντεοπαιχνίδια) που αντανακλά τις φανταστικές ή αληθοφανείς θεωρίες οι οποίες στηρίζονται σε έναν ορισμένο τύπο επιστημονικών προφητειών και έχουν ως… …   Dictionary of Greek

  • Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… …   Dictionary of Greek

  • Ισμήνιον — Αρχαία ονομασία λόφου που βρίσκεται κοντά στη Θήβα. Εκεί υπήρχε ιερό του Ισμηνία Απόλλωνα, που λεγόταν και αυτό Ι. Μέσα στον ναό υπήρχαν αξιόλογες επιγραφές (Καδμήια γράμματα). Στο Ι. δίνονταν χρησμοί. Μπροστά στο ιερό υπήρχε και η ιερή κρήνη του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”